Definify.com

Definition 2024


συκοφάντης

συκοφάντης

Greek

Noun

συκοφάντης (sykofántis) m (feminine συκοφάντισσα or συκοφάντρια)

  1. calumniator

Related terms

  • συκοφάντηση (sykofántisi)
  • συκοφαντία (sykofantía)
  • συκοφαντικός (sykofantikós)
  • συκοφαντώ (sykofantó)

Usage notes