Definify.com

Definition 2024


συγκεντρώνομαι

συγκεντρώνομαι

Greek

Verb

συγκεντρώνομαι (synkentrónomai) (simple past συγκεντρώθηκα, active form συγκεντρώνω, passive)

  1. passive of συγκεντρώνω (synkentróno)

Conjugation