Definify.com

Definition 2024


στοχάζομαι

στοχάζομαι

Ancient Greek

Verb

στοχᾰ́ζομαι (stokházomai)

  1. I aim for, shoot at
    • 480 BCE – 411 BCE, Antiphon of Rhamnus, First Tetralogy 1.4
      οὐδὲ μὴν ἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου
      Nor did the criminal strike the dead man when aiming at someone else
    • 430 BCE – 354 BCE, Xenophon, Cyropaedia 1.6.29
      εἰ δέ ποτε πόλεμος γένοιτο, δύναισθε καὶ ἀνθρώπων στοχάζεσθαι
      if there should ever be a war, that you might be able to aim at men also
    1. (figuratively) I endeavor after, aim at
      • 460 BCE – 370 BCE, Hippocrates, On Ancient Medicine 9
        δεῖ γὰρ μέτρου τινὸς στοχάσασθαι.
        For it is necessary to aim at some measure.
      • 380 BCE, Plato, Gorgias 465.a
        ὅτι τοῦ ἡδέος στοχάζεται ἄνευ τοῦ βελτίστου
        because it aims at the pleasant and ignores the best
  2. I try to make out, I guess at
    • 436 BCE – 338 BCE, Isocrates, To Demonicus 50
      εἰ δὲ δεῖ θνητὸν ὄντα τῆς τῶν θεῶν στοχάσασθαι διανοίας
      And if a mortal may make conjecture of the thoughts of the gods
    • 380 BCE, Plato, Gorgias 464.c
      οὐ γνοῦσα λέγω ἀλλὰ στοχασαμένη
      I do not say with knowledge, but by speculation

Inflection

Derived terms

  • ἀντῐστόχᾰστος (antistókhastos)
  • ᾰ̓στόχᾰστος (astókhastos)
  • δῐᾰστοχᾰ́ζομαι (diastokházomai)
  • δῠστόχᾰστος (dustókhastos)
  • κᾰτᾰστοχᾰ́ζομαι (katastokházomai)
  • πᾰρᾰστοχᾰ́ζομαι (parastokházomai)
  • προσστοχᾰ́ζομαι (prosstokházomai)
  • προστοχᾰ́ζομαι (prostokházomai)
  • σῠστοχᾰ́ζομαι (sustokházomai)
  • ῠ̔ποστοχᾰ́ζομαι (hupostokházomai)

Related terms

  • στοχανδόν (stokhandón)
  • στοχάς (stokhás)
  • στόχᾰσῐς (stókhasis)
  • στόχασμᾰ (stókhasma)
  • στοχασμός (stokhasmós)
  • στοχαστέον (stokhastéon)
  • στοχαστής (stokhastḗs)
  • στοχαστῐκός (stokhastikós)

Synonyms

  • τῠχᾰ́ζομαι (tukházomai)

References