Definify.com

Definition 2024


στους

στους

Greek

Contraction

στους (stous)

  1. Contraction of σε τους (se tous, to the).
    Πήγα στους φίλους μου. (I went to my friends.)
    Δεν ήμουν στους δέκα πρώτους. (I wasn't in the first ten.)
    Κοίταξα στους λόφους. (I looked at the hills.)

Related terms