Definify.com

Definition 2024


στοιχηματίζω

στοιχηματίζω

Greek

Verb

στοιχηματίζω (stoichimatízo) (simple past στοιχημάτισα)

  1. bet, wager
    Είναι νόμιμο να στοιχηματίζω;Eínai nómimo na stoichimatízo? ― Is it legal to bet?

Conjugation

Synonyms

Related terms