Definify.com

Definition 2024


στείβω

στείβω

Ancient Greek

Verb

στείβω (steíbō)

  1. I tread on, stamp on
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 11.534
      στείβοντες νέκυάς τε καὶ ἀσπίδας
      trampling on both the dead and the shields
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Odyssey 6.92
      στεῖβον δ᾽ ἐν βόθροισι θοῶς
      briskly they trod on them in the trenches
  2. (with cognate accusative) I walk on a path
    • 412 BCE, Euripides, Helen 865
      εἴ τις ἔβλαψεν ποδὶ στείβων ἀνοσίῳ
      if someone has harmed the path by treading with unholy foot
    • (absolute) I tread
    • h.Hom. 19.4
      αἵ τε κατ᾽ αἰγίλιπος πέτρης στείβουσι κάρηνα
      who tread on sheer edges of cliffs

Inflection

Derived terms

  • ἀναστείβω (anasteíbō)
  • ἀποστῐβής (apostibḗs)
  • ἀστῐβής (astibḗs)
  • διαστείβω (diasteíbō)
  • ἐπιστείβω (episteíbō)
  • εὐστῐβής (eustibḗs)
  • Ἡλιοστῐβής (Hēliostibḗs)
  • θεοστῐβής (theostibḗs)
  • καταστείβω (katasteíbō)
  • μονοστῐβής (monostibḗs)
  • νῐφοστῐβής (niphostibḗs)
  • Πεδοστῐβής (Pedostibḗs)
  • πλᾰνοστῐβής (planostibḗs)
  • χθονοστῐβής (khthonostibḗs)

Related terms

  • στῐβάζω (stibázō)
  • στῐβάς (stibás)
  • στῐβείᾱ (stibeíā)
  • στῐβεῖον (stibeîon)
  • στῐβεύς (stibeús)
  • στῐβέω (stibéō)
  • στίβος (stíbos)
  • στῐπτός (stiptós)
  • στοιβάζω (stoibázō)
  • στοιβή (stoibḗ)
  • στοιβηδόν (stoibēdón)

References


Greek

Etymology

From Ancient Greek στείβω (steíbō)

Verb

στείβω (steívo) (simple past έστειψα)

  1. Alternative form of στύβω (stývo)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.