Definify.com

Definition 2024


σαπίζω

σαπίζω

Greek

Verb

σαπίζω (sapízo) (simple past σάπισα)

  1. (intransitive) rot

Conjugation

Related terms

  • σαπάκι (sapáki)
  • σαπίζω στο ξύλο (sapízo sto xýlo)
  • σαπίλα (sapíla)
  • σαπιο- (sapio-)
  • σάπιος (sápios)
  • σάπισμα (sápisma)