Definify.com

Definition 2024


ρουμάνικος

ρουμάνικος

Greek

Adjective

ρουμάνικος (roumánikos) m (feminine ρουμάνικη, neuter ρουμάνικο)

  1. Katharevousa form of ρουμανικός (roumanikós)

Declension

Related terms