Definify.com

Definition 2024


προϊστορικός

προϊστορικός

Greek

Adjective

προϊστορικός (proïstorikós) m (feminine προϊστορική, neuter προϊστορικό)

  1. prehistoric

Declension

Related terms

  • προϊστορία f (proïstoría, prehistory)