Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


προσεταιριστικός

προσεταιριστικός

Greek

Adjective

προσεταιριστικός • ‎(prosetairistikós) m ‎(feminine προσεταιριστική, neuter προσεταιριστικό)

  1. (mathematics) associative (algebraic property of an operator)

Declension

positive forms of προσεταιριστικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεταιριστικός προσεταιριστική προσεταιριστικό προσεταιριστικοί προσεταιριστικές προσεταιριστικά
genitive προσεταιριστικού προσεταιριστικής προσεταιριστικού προσεταιριστικών προσεταιριστικών προσεταιριστικών
accusative προσεταιριστικό προσεταιριστική προσεταιριστικό προσεταιριστικούς προσεταιριστικές προσεταιριστικά
vocative προσεταιριστικέ προσεταιριστική προσεταιριστικό προσεταιριστικοί προσεταιριστικές προσεταιριστικά

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms