Definify.com

Definition 2024


πολιτισμός

πολιτισμός

Greek

Noun

πολιτισμός (politismós) m (plural πολιτισμοί)

  1. culture, civilisation, way of life
    ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός   (ancient Greek civilisation)
    αυτός έζησε μακριά από τον πολιτισμό   (he lived far from civilisation)

Declension

Related terms

  • πολιτισμένος (politisménos)
  • πολιτισμικός (politismikós)
  • πολιτιστικός (politistikós)

See also

  • καλλιέργεια f (kalliérgeia, cultivation) (figuratively)
  • κουλτούρα f (koultoúra, culture) (of the arts)

External links