Definify.com

Definition 2024


καλλιέργεια

καλλιέργεια

Greek

Noun

καλλιέργεια (kalliérgeia) f (plural καλλιέργειες)

  1. (biology, microbiology) culture
    κυττάρων μέσα καλλιέργειας
    cell culture media
  2. (figuratively) culture, cultivation
    Η καλλιέργεια των καλύτερων διεθνών σχέσεων.
    The cultivation of better international relations.
    Ένας σκοπός του μαθήματος είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης.
    One aim of this course is the cultivation critical thought.
  3. (horticulture) culture, cultivation

Declension

See also

  • πολιτισμός m (politismós, culture) (of country, etc)
  • κουλτούρα f (koultoúra, culture) (of the arts)