Definify.com

Definition 2024


πνευμονικός

πνευμονικός

Greek

Adjective

πνευμονικός (pnevmonikós) m (feminine πνευμονική, neuter πνευμονικό)

  1. (medicine) pulmonary

Declension

Derived terms

see: πνεύμονας m (pnévmonas, lung)