Definify.com

Definition 2024


πλευρό

πλευρό

Greek

Noun

πλευρό (plevró) n (plural πλευρά)

  1. rib, flank, side of a torso
  2. side
    Ένα τρίγωνο έχει τρία πλευρά.
    A triangle has three sides.

Declension

Derived terms

  • με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι (me aftó to plevró na koimásai)