Definify.com

Definition 2024


περισσότερος

περισσότερος

Greek

A Greek model page

Adjective

περισσότερος (perissóteros)

  1. comparative degree of πολύς (polýs), more
    Ο αδελφός μου έχει περισσότερα χρήματα από μένα.O adelfós mou échei perissótera chrímata apó ména. ― My brother has more money than me.

Usage notes

Combination with the definite article produces the relative superlative form: ο περισσότερος (o perissóteros, most)

οι περισσότεροι άνθρωποιoi perissóteroi ánthropoi ― most people

Declension