Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


περιβαλλοντικός

περιβαλλοντικός

Greek

Adjective

περιβαλλοντικός • ‎(perivallontikós) m ‎(feminine περιβαλλοντική, neuter περιβαλλοντικό)

  1. environmental (pertaining to one's environment)

Declension

positive forms of περιβαλλοντικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative περιβαλλοντικός περιβαλλοντική περιβαλλοντικό περιβαλλοντικοί περιβαλλοντικές περιβαλλοντικά
genitive περιβαλλοντικού περιβαλλοντικής περιβαλλοντικού περιβαλλοντικών περιβαλλοντικών περιβαλλοντικών
accusative περιβαλλοντικό περιβαλλοντική περιβαλλοντικό περιβαλλοντικούς περιβαλλοντικές περιβαλλοντικά
vocative περιβαλλοντικέ περιβαλλοντική περιβαλλοντικό περιβαλλοντικοί περιβαλλοντικές περιβαλλοντικά

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms