Definify.com

Definition 2024


παραλλαγή

παραλλαγή

Greek

Noun

παραλλαγή (parallagí) f (plural παραλλαγές)

  1. variant
  2. (music) variation
    Παραλλαγές Ντιαμπέλλι - Diabelli Variations

Declension