Definify.com

Definition 2024


οἰκέω

οἰκέω

Ancient Greek

Alternative forms

  • οἰκείω (oikeíō) Epic
  • ϝοικέω (woikéō) Locrian

Verb

οἰκέω (oikéō)

  1. (transitive)
    1. I inhabit
    2. I colonize, settle in
    3. I manage, direct, govern
  2. (intransitive)
    1. I dwell, live
    2. (of cities) I am situated
    3. I am governed

Inflection

Derived terms

  • ἄγροικος (ágroikos)
  • ἀντοικέω (antoikéō)
  • ἀποικέω (apoikéō)
  • δῐοικέω (dioikéō)
  • εἰσοικέω (eisoikéō)
  • ἐμβρύοικος (embrúoikos)
  • ἐνοικέω (enoikéō)
  • ἐξοικέω (exoikéō)
  • ἐποικέω (epoikéō)
  • κᾰτοικέω (katoikéō)
  • μετοικέω (metoikéō)
  • πᾰροικέω (paroikéō)
  • περιοικέω (perioikéō)
  • προοικέω (prooikéō)
  • προσοικέω (prosoikéō)
  • σῠνοικέω (sunoikéō)
  • ὑπεροικέω (huperoikéō)
  • ὑποικέω (hupoikéō)

Related terms

  • οἰκητήρ (oikētḗr)
  • οἰκητήρῐον (oikētḗrion)
  • οἰκητήρῐος (oikētḗrios)
  • οἰκητής (oikētḗs)
  • οἰκητῐκός (oikētikós)
  • οἰκητός (oikētós)
  • οἰκήτωρ (oikḗtōr)

Synonyms

  • οἰκετεύω (oiketeúō)

References