Definify.com

Definition 2024


ουτοπικός

ουτοπικός

Greek

Adjective

ουτοπικός (outopikós) m (feminine ουτοπική, neuter ουτοπικό)

  1. utopian, visionary

Declension

Related terms

  • ουτοπία f (outopía, utopia)
  • ουτοπιστής m (outopistís, utopian)
  • ουτοπίστρια f (outopístria, utopian)