Definify.com

Definition 2024


ορίζομαι

ορίζομαι

Greek

Verb

ορίζομαι (orízomai) (simple past ορίστηκα, active form ορίζω, passive)

  1. be defined
    • Jean Paul Sartre
      Ο φασισμός δεν ορίζεται από τον αριθμό των θυμάτων, αλλά από τον τρόπο που τα σκοτώνει.
      O fasismós den orízetai apó ton arithmó ton thymáton, allá apó ton trópo pou ta skotónei.
      Fascism is not defined by the number of its victims, but by the way it kills them.

Conjugation