Definify.com

Definition 2024


οικιακός

οικιακός

Greek

Adjective

οικιακός (oikiakós) m (feminine οικιακή, neuter οικιακό)

  1. domestic
    οικιακή οικονομία (home economics)
    οικιακός βοηθός (domestic help)

Declension

Related terms