Definify.com

Definition 2024


ξεσχίζομαι

ξεσχίζομαι

Greek

Verb

ξεσχίζομαι (xeschízomai) (simple past ξεσχίστηκα, active form ξεσχίζω, passive)

  1. passive of ξεσχίζω (xeschízo)

Conjugation