Definify.com

Definition 2024


νοτιοανατολικά

νοτιοανατολικά

Greek

Noun

νοτιοανατολικά (notioanatoliká) n pl

  1. southeast

Declension

See also

  • Appendix:Greek compass points

Adjective

νοτιοανατολικά (notioanatoliká)

  1. Nominative neuter plural form of νοτιοανατολικός (notioanatolikós).
  2. Accusative neuter plural form of νοτιοανατολικός (notioanatolikós).
  3. Vocative neuter plural form of νοτιοανατολικός (notioanatolikós).

Adverb

νοτιοανατολικά (notioanatoliká)

  1. southeast

Synonyms

  • νοτιοανατολικώς (notioanatolikós)