Definify.com

Definition 2024


μύλη

μύλη

Ancient Greek

Noun

μύλη (múlē) f (genitive μύλης); first declension

  1. mill, hand-mill
  2. nether millstone
  3. knee-pan
  4. hard formation in a woman's womb
  5. (in the plural) molars

Declension

Derived terms

  • μύλαξ (múlax)
  • μυλαῖος (mulaîos)
  • μυλάριον (mulárion)
  • μυλεργάτης (mulergátēs)
  • μυλεύς (muleús)
  • μυληβόρος (mulēbóros)
  • μυλήφατος (mulḗphatos)
  • μυλήκορον (mulḗkoron)
  • μυληθρίς (mulēthrís)
  • μυλίας (mulías)
  • μυλιάω (muliáō)
  • μυλικός (mulikós)
  • μύλινος (múlinos)
  • μύλλω (múllō)
  • μυλόδους (mulódous)
  • μυλοειδής (muloeidḗs)
  • μυλόεις (mulóeis)
  • μυλοεργής (muloergḗs)
  • μυλοκόπος (mulokópos)
  • μυλουργός (mulourgós)
  • μυλών (mulṓn)
  • μυλωνάρχης (mulōnárkhēs)
  • μυλωθρός (mulōthrós)

References