Definify.com

Definition 2024


μοιράζομαι

μοιράζομαι

Greek

Verb

μοιράζομαι (moirázomai) (simple past μοιράστηκα, active form μοιράζω, passive)

  1. share
    Η οικογένεια μοιράστηκε με τον ξένο το φτωχικό φαγητό.
    I oikogéneia moirástike me ton xéno to ftochikó fagitó.
    The family shared the scarce foreign food.
  2. divide (between people)
    Η πρωτοχρονιάτικη πίτα μοιράστηκε σε οχτώ κομμάτια.
    I protochroniátiki píta moirástike se ochtó kommátia.
    The New Year's pie was divided into eight pieces.

Conjugation