Definify.com

Definition 2024


λαρυγγικός

λαρυγγικός

Greek

Adjective

λαρυγγικός (laryngikós) m (feminine λαρυγγική, neuter λαρυγγικό)

  1. guttural, laryngeal, throaty

Declension

Synonyms

  • λαρυγγόφωνος (laryngófonos)
  • λαρυγγώδης (laryngódis)