Definify.com

Definition 2024


λάμπω

λάμπω

Ancient Greek

Alternative forms

  • λαμπάζω (lampázō) Poetic

Verb

λάμπω (lámpō)

  1. I shine, am bright, give light
  2. (sound) I am loud, clear
  3. I am famous, conspicuous

Inflection

Derived terms

  • ἀναλάμπω (analámpō)
  • ἀντιλάμπω (antilámpō)
  • ἀπολάμπω (apolámpō)
  • διαλάμπω (dialámpō)
  • εἰσλάμπω (eislámpō)
  • ἐκλάμπω (eklámpō)
  • ἐλλάμπω (ellámpō)
  • ἐπιλάμπω (epilámpō)
  • καταλάμπω (katalámpō)
  • παραλάμπω (paralámpō)
  • περιλάμπω (perilámpō)
  • προλάμπω (prolámpō)
  • προσλάμπω (proslámpō)
  • ὑπερλάμπω (huperlámpō)
  • ὑπολάμπω (hupolámpō)

Related terms

  • λαμπάς (lampás)
  • λαμπέτης (lampétēs)
  • λάμπη (lámpē)
  • λαμπηδών (lampēdṓn)
  • λαμπρός (lamprós)
  • λαμπτήρ (lamptḗr)
  • λάμψις (lámpsis)
  • Λαμπετίη (Lampetíē)
  • Λάμπος (Lámpos)

References