Definify.com

Definition 2024


κυκλοφορία

κυκλοφορία

Greek

Noun

κυκλοφορία (kykloforía) f (uncountable)

  1. circulation
    σε κυκλοφορία (in circulation; on the market)
    από την κυκλοφορία (out of circulation)
  2. traffic

Declension

Related terms