Definify.com

Definition 2024


κλάσιμο

κλάσιμο

Greek

Noun

κλάσιμο (klásimo) n (plural κλασίματα)

  1. (offensive, vulgar) farting (the act of farting)
    Το κλάσιμο μπροστά στους άλλους είναι αγενές.To klásimo brostá stous állous eínai agenés. ― Farting in front of others is rude.

Declension