Definify.com

Definition 2024


κινέω

κινέω

Ancient Greek

Verb

κινέω (kinéō)

  1. I set in motion, move, remove
  2. (grammar) I inflect
  3. I meddle
  4. I change, innovate
  5. I begin, cause
  6. I urge on, stir on
  7. I arouse, exasperate, anger, taunt, abuse
  8. (passive) I am moved, I stir, I move

Inflection

Derived terms

  • ἀνακινέω (anakinéō)
  • ἀντικινέω (antikinéō)
  • ἀποκινέω (apokinéō)
  • αὐτοκινέω (autokinéō)
  • διακινέω (diakinéō)
  • ἐγκινέομαι (enkinéomai)
  • ἐκκινέω (ekkinéō)
  • ἐπικινέω (epikinéō)
  • κατακινέω (katakinéō)
  • μετακινέω (metakinéō)
  • παρακινέω (parakinéō)
  • περικινέω (perikinéō)
  • προκινέω (prokinéō)
  • προσκινέομαι (proskinéomai)
  • συγκινέω (sunkinéō)
  • ὑποκινέω (hupokinéō)

Related terms

  • κίνημα (kínēma)
  • κίνησις (kínēsis)
  • κινητέος (kinētéos)
  • κινητήρ (kinētḗr)
  • κινητήριος (kinētḗrios)

References