Definify.com

Definition 2024


κατηγορώ

κατηγορώ

Greek

Verb

κατηγορώ (katigoró) (simple past κατηγόρησα, passive form κατηγορούμαι)

  1. blame, accuse
  2. (law) accuse, charge

Conjugation

Related terms

  • κατήγορος m, f (katígoros, plaintiff)