Definify.com

Definition 2024


Καπουτσίνο

Καπουτσίνο

Greek

Noun

Καπουτσίνο (Kapoutsíno) m

  1. Accusative singular form of Καπουτσίνος (Kapoutsínos).

καπουτσίνο

καπουτσίνο

Greek

Noun

καπουτσίνο (kapoutsíno) m

  1. Accusative singular form of καπουτσίνος (kapoutsínos).