Definify.com

Definition 2024


καθ'_ύλην_αρμόδιος

καθ' ύλην αρμόδιος

Greek

Noun

καθ' ύλην αρμόδιος (kath' ýlin armódios) m

  1. the person (especially the official) relevant or responsible in a matter
    Ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός δεν απάντησε στα ερωτήματά μας.
    O kath' ýlin armódios ypourgós den apántise sta erotímatá mas.
    The responsible minister did not answer our questions.