Definify.com

Definition 2024


καβουρδίζομαι

καβουρδίζομαι

Greek

Verb

καβουρδίζομαι (kavourdízomai) (simple past καβουρδίστηκα, active form καβουρδίζω, passive)

  1. passive of καβουρδίζω (kavourdízo)

Conjugation