Definify.com

Definition 2024


θεσμός

θεσμός

Greek

Noun

θεσμός (thesmós) m (plural θεσμοί)

  1. institution (society custom or practice)
    Ο γάμος αποτελεί θεσμό που επινόησαν οι κοινωνίες.
    Marriage is an institution invented by society.

Declension