Definify.com
Definition 2025
θερμομονωτικός
θερμομονωτικός
Greek
Adjective
θερμομονωτικός • (thermomonotikós) m (feminine θερμομονωτική, neuter θερμομονωτικό)
Declension
positive forms of θερμομονωτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | θερμομονωτικός | θερμομονωτική | θερμομονωτικό | θερμομονωτικοί | θερμομονωτικές | θερμομονωτικά |
| genitive | θερμομονωτικού | θερμομονωτικής | θερμομονωτικού | θερμομονωτικών | θερμομονωτικών | θερμομονωτικών |
| accusative | θερμομονωτικό | θερμομονωτική | θερμομονωτικό | θερμομονωτικούς | θερμομονωτικές | θερμομονωτικά |
| vocative | θερμομονωτικέ | θερμομονωτική | θερμομονωτικό | θερμομονωτικοί | θερμομονωτικές | θερμομονωτικά |
Derived terms
- θερμομονωτικό υλικό n (thermomonotikó ylikó, “heat insulation material, lagging”)
Related terms
- θερμικός (thermikós, “thermal”)