Definify.com

Definition 2024


εξωγήϊνος

εξωγήϊνος

See also: εξωγήινος

Greek

Adjective

εξωγήϊνος (exogíïnos) m (feminine εξωγήϊνη, neuter εξωγήϊνο)

  1. Alternative form of εξωγήινος (exogíinos)

Declension

Noun

εξωγήϊνος (exogíïnos) m (plural εξωγήϊνοι, feminine εξωγήϊνη)

  1. Alternative form of εξωγήινος (exogíinos)

Declension