Definify.com
Definition 2025
δοκιμαστικός_σωλήνας
δοκιμαστικός σωλήνας
Greek
Noun
δοκιμαστικός σωλήνας • (dokimastikós solínas) m (plural δοκιμαστικοί σωλήνες)
Declension
declension of δοκιμαστικός σωλήνας
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | δοκιμαστικός σωλήνας | δοκιμαστικοί σωλήνες |
| genitive | δοκιμαστικού σωλήνα | δοκιμαστικών σωλήνων |
| accusative | δοκιμαστικό σωλήνα | δοκιμαστικούς σωλήνες |
| vocative | δοκιμαστικέ σωλήνα | δοκιμαστικοί σωλήνες |