Definify.com

Definition 2024


δοκιμαστικούς_σωλήνες

δοκιμαστικούς σωλήνες

Greek

Noun

δοκιμαστικούς σωλήνες (dokimastikoús solínes) m

  1. Accusative plural form of δοκιμαστικός σωλήνας (dokimastikós solínas).