Definify.com

Definition 2024


διορατικότητα

διορατικότητα

Greek

Noun

διορατικότητα (dioratikótita) f (uncountable)

  1. foresight, insight

Declension

See also

  • όραση f (órasi, vision, eyesight)
  • όραμα n (órama, supernatural vision)