Definify.com

Definition 2024


διευκρινίζομαι

διευκρινίζομαι

Greek

Verb

διευκρινίζομαι (diefkrinízomai) (simple past διευκρινίστηκα, active form διευκρινίζω, passive)

  1. passive of διευκρινίζω (diefkrinízo)

Conjugation