Definify.com
Definition 2025
διαφωνώ
διαφωνώ
Greek
Verb
διαφωνώ • (diafonó) (simple past διαφώνησα, passive form —)
-  disagree
- Διαφωνήσαμε σ'αυτό. ― Diafonísame s'aftó. ― We disagreed about it.
 
 
Conjugation
διαφωνώ
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | διαφωνώ | διαφωνούσα | θα διαφωνώ | να διαφωνώ | |
| 2s | διαφωνείς | διαφωνούσες | θα διαφωνείς | να διαφωνείς | — | 
| 3s | διαφωνεί | διαφωνούσε | θα διαφωνεί | να διαφωνεί | |
| 1p | διαφωνούμε | διαφωνούσαμε | θα διαφωνούμε | να διαφωνούμε | |
| 2p | διαφωνείτε | διαφωνούσατε | θα διαφωνείτε | να διαφωνείτε | διαφωνείτε | 
| 3p | διαφωνούν, διαφωνούνε | διαφωνούσαν, διαφωνούσανε | θα διαφωνούν, θα διαφωνούνε | να διαφωνούν, να διαφωνούνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | διαφωνήσω | διαφώνησα | θα διαφωνήσω | να διαφωνήσω | |
| 2s | διαφωνήσεις | διαφώνησες | θα διαφωνήσεις | να διαφωνήσεις | διαφώνησε | 
| 3s | διαφωνήσει | διαφώνησε | θα διαφωνήσει | να διαφωνήσει | |
| 1p | διαφωνήσουμε, διαφωνήσομε | διαφωνήσαμε | θα διαφωνήσουμε, θα διαφωνήσομε | να διαφωνήσουμε, να διαφωνήσομε | |
| 2p | διαφωνήσετε | διαφωνήσατε | θα διαφωνήσετε | να διαφωνήσετε | διαφωνήστε, διαφωνήσετε | 
| 3p | διαφωνήσουν, διαφωνήσουνε | διαφώνησαν, διαφωνήσαν, διαφωνήσανε | θα διαφωνήσουν, θα διαφωνήσουνε | να διαφωνήσουν, να διαφωνήσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω διαφωνήσει | είχα διαφωνήσει | θα έχω διαφωνήσει | να έχω διαφωνήσει | |
| 2s | έχεις διαφωνήσει | είχες διαφωνήσει | θα έχεις διαφωνήσει | να έχεις διαφωνήσει | |
| 3s | έχει διαφωνήσει | είχε διαφωνήσει | θα έχει διαφωνήσει | να έχει διαφωνήσει | |
| 1p | έχουμε διαφωνήσει | είχαμε διαφωνήσει | θα έχουμε διαφωνήσει | να έχουμε διαφωνήσει | |
| 2p | έχετε διαφωνήσει | είχατε διαφωνήσει | θα έχετε διαφωνήσει | να έχετε διαφωνήσει | |
| 3p | έχουν διαφωνήσει | είχαν διαφωνήσει | θα έχουν διαφωνήσει | να έχουν διαφωνήσει | |
| Participle: | διαφωνώντας | Non-finite ‡ | διαφωνήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
| 
    This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms.  | 
|||||
Related terms
- see: διαφορά f (diaforá, “difference”)