Definify.com

Definition 2024


διαπιστευτήρια

διαπιστευτήρια

Greek

Noun

διαπιστευτήρια (diapisteftíria) n pl

  1. credentials (documents of authority)
  2. Nominative plural form of διαπιστευτήριο (diapisteftírio).
  3. Accusative plural form of διαπιστευτήριο (diapisteftírio).
  4. Vocative plural form of διαπιστευτήριο (diapisteftírio).

Declension