Definify.com

Definition 2024


δέντρο

δέντρο

Greek

Alternative forms

Noun

δέντρο (déntro) n (plural δέντρα)

  1. tree
    Η φλαμουριά είναι ένα ωραίο δέντρο. (The lime is a beautiful tree.)
  2. tree (type of diagram)
    γενεαλογικό δέντρο (family tree)

Declension

Holonyms

Related terms

External links