Definify.com

Definition 2024


γερανός

γερανός

See also: γέρανος

Greek

Noun

γερανός (geranós) m (plural γερανοί)

  1. crane (bird)
  2. crane, derrick
    ανυψωτικός γερανός (lifting crane)
  3. ladder

Declension

See also