Definify.com

Definition 2024


γεμιστός

γεμιστός

Greek

Adjective

γεμιστός (gemistós) m (feminine γεμιστή, neuter γεμιστό)

  1. (cooking) stuffed
    συνταγές για κοτόπουλο γεμιστό   (recipes for stuffed chicken)
    τα γεμιστά και με ρύζι basmati   ((vegetables) stuffed with Basmati rice)

Declension

Related terms