Definify.com

Definition 2024


γαλανομάτης

γαλανομάτης

Greek

Adjective

γαλανομάτης (galanomátis) m (feminine γαλανομάτα, neuter γαλανομάτικο)

  1. blue-eyed

Declension

Noun

γαλανομάτης (galanomátis) m (plural γαλανομάτηδες, feminine γαλανομάτισσα)

  1. a person with blue eyes

Declension