Definify.com

Definition 2024


βουτυροκομία

βουτυροκομία

Greek

Noun

βουτυροκομία (voutyrokomía) f

  1. butter production

Declension

Related terms

  • βουτυροκομείο n (voutyrokomeío, place where butter is produced)
  • βουτυροκόμος m, f (voutyrokómos, butter producer)