Definify.com

Definition 2024


βομβαρδίζομαι

βομβαρδίζομαι

Greek

Noun

βομβαρδίζομαι (vomvardízomai) (simple past βομβαρδίστηκα, active form βομβαρδίζω, passive)

  1. passive of βομβαρδίζω (vomvardízo)

Conjugation