Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


βακτηριολογικός

βακτηριολογικός

Greek

Adjective

βακτηριολογικός • ‎(vaktiriologikós) m ‎(feminine βακτηριολογική, neuter βακτηριολογικό)

  1. (medicine, biology) bacteriological

Declension

positive forms of βακτηριολογικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βακτηριολογικός βακτηριολογική βακτηριολογικό βακτηριολογικοί βακτηριολογικές βακτηριολογικά
genitive βακτηριολογικού βακτηριολογικής βακτηριολογικού βακτηριολογικών βακτηριολογικών βακτηριολογικών
accusative βακτηριολογικό βακτηριολογική βακτηριολογικό βακτηριολογικούς βακτηριολογικές βακτηριολογικά
vocative βακτηριολογικέ βακτηριολογική βακτηριολογικό βακτηριολογικοί βακτηριολογικές βακτηριολογικά

Related terms

  • βακτηριολογία f ‎(vaktiriología) (bacteriology)

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms